- ορθολογικός
- η , ό[ν]1) рациональный; 2) филос, рационалистический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ορθολογικός — ή, ό ο σύμφωνος με τον ορθό λόγο, ορθολογιστικός. επίρρ... ορθολογικώς και ά από ορθολογική άποψη, με ορθολογία, με ορθολογισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στον Ι. Σκαλτσούνη] … Dictionary of Greek
ζωοτεχνία — Εφαρμοσμένη βιολογική επιστήμη, η οποία μελετά, κυρίως για οικονομικούς σκοπούς, την τεχνική της αναπαραγωγής και τις μεθόδους βελτίωσης της απόδοσης, της παραγωγικότητας, της εκτροφής και της ορθολογικής χρήσης των κατοικίδιων ζώων. Ανάλογα με… … Dictionary of Greek
ορθολογικότητα — η η [ορθολογικός] η ιδιότητα τού ορθολογικού … Dictionary of Greek
επαγγελματικός προσανατολισμός — Κοινωνική υπηρεσία που προσφέρει διευκρινίσεις και συμβουλές σχετικά με την εκλογή της σχολικής κατεύθυνσης, σε συνάρτηση με αυτήν της επαγγελματικής δραστηριότητας, σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της προσωπικότητας του καθενός και… … Dictionary of Greek
Μπρινετιέρ, Φερντινάν — (Ferdinand Brunetiere, Τουλόν 1849 – Παρίσι 1906). Γάλλος κριτικός και ιστορικός της γαλλικής λογοτεχνίας. Από τους 30 περίπου τόμους του, από την έδρα της Ecole Normale Superieure και από τις σελίδες της Επιθεώρησης των δύο κόσμων (Revue des… … Dictionary of Greek